- φιλοβάσκανος
- φῐλο-βάσκᾰνος, ον,A envious, Ptol.Tetr.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβάσκανος — ον, Α αυτός που συνηθίζει να βασκαίνει, μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βάσκανος «κακολόγος, κακεντρεχής»] … Dictionary of Greek
φιλοβάσκανοι — φιλοβάσκανος envious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοβασκανία — ἡ, Μ [φιλοβάσκανος] αγάπη για τη βασκανία … Dictionary of Greek